- μῶλυξ
- μῶλυξ, ῠκος, ὁ (Zacynth.), and [full] μωλυρός, ά, όν, = sq., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μώλυξ — μῶλυξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) «ἀπαίδευτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ υς «νωθρός» με εκφραστικό επίθημα υξ, υκος (πρβλ. κόρ υξ)] … Dictionary of Greek
φορύσσω — Α 1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.) 2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση κ (πρβλ.… … Dictionary of Greek